Morphologia Graeca. 2013.
ἐποκίξατο — ποκίζω shear wool aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποκίζω — και ποκάζω Α [πόκαι] 1. κουρεύω 2. (ιδίως στο μέσ.) ποκίζομαι κουρεύω για δική μου χρήση («τίς τρίχας ἀντ ἐρίων ἐποκίξατο;», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek